|
η неделя; === περιμένω τή βδομάδα πού δέν έχει Σάββατο — погов. [phrase]ждать у моря погоды; когда рак свистнет[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неделя? — βδομάδα как с (ново)греческого переводится слово βδομάδα? — неделя — παπάς — παστουρμάς — υπό — ψαλιδοκέρι — χειρομάντισσα — εναυσματοδόχη — πολύγωνος — διαθλαστός — ιππωνεία — ολοκληρώ — μαργαϊκός — μπελαλής — δικηγορικός — σομακί — επισανιδώνω — ψυχοτρώγω — δραστήριος — κόπρος — ανωμαλία — συκώτι — καπάρωμα |
|||