Новогреческий словарь
δεντράκι
δεντράκι
το 1)
деревце
;
2)
куст; кустарник
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
деревце
? —
δεντράκι
как на
(ново)греческом
будет слово
куст
? —
δεντράκι
как на
(ново)греческом
будет слово
кустарник
? —
δεντράκι
как с
(ново)греческого
переводится слово
δεντράκι
? — деревце, куст, кустарник
#
(ново)греческий словарь
—
δημοκοπία
—
περιστασιακός
—
ελαιοτριβείο
—
δεκαεπτά
—
λόχμη
—
ανασχετός
—
αρκουδιάρικος
—
παιδίατρος
—
ψεύδισμα
—
συνεισφέρων
—
έξωση
—
κοιμητήριο
—
διαπερώ
—
ανόρθωση
—
βατεύω
—
ανερέθιστος
—
βρόμι
—
Σκωτσέζος
—
ξεκούρδισμα
—
βουή
—
δεξαμενόπλοιο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω