|
раздеваться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово раздеваться? — ξεντύνομαι как с (ново)греческого переводится слово ξεντύνομαι? — раздеваться — ακόρυφος — καταπλήσσω — ξέψυχα — λατρευτικότητα — ασλάνι — κούκος — άπαυστος — απομύζηση — κρέας — ανοσία — χρονομέτρηση — μπουκαπόρτα — μαντιλάκι — γαγγλίωμα — χνουδάτος — χορίαμβος — εξαπατητικός — επαλήθευση — ακολόβωτος — παχύνω — τσαρδάκι |
|||