Новогреческий словарь
ρινίδι
ρινίδι
το
опилки; стружка
(метал.шческая)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
опилки
? —
ρινίδι
как на
(ново)греческом
будет слово
стружка
? —
ρινίδι
как с
(ново)греческого
переводится слово
ρινίδι
? — опилки, стружка
#
(ново)греческий словарь
—
σαλαμούρα
—
χηρεύω
—
κατατραυματίζω
—
διαβιβαστικός
—
νομιμοποίηση
—
ανείπωτος
—
καμπάδικος
—
καταπληγώνω
—
τσαλαπάτημα
—
φρέζα
—
αδιήγητος
—
μύστακας
—
χόντρεμα
—
ταραγμός
—
άβρεκτος
—
σέπομαι
—
χρηστοήθης
—
επιφύλαξη
—
αβερνίκωτος
—
κακκαβιά
—
επαναπίπτω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω