|
το опилки; стружка (метал.шческая) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово опилки? — ρινίδι как на (ново)греческом будет слово стружка? — ρινίδι как с (ново)греческого переводится слово ρινίδι? — опилки, стружка — καβατίνα — συγγραφικός — τσαχπινογαργαλιάρα — χαλκόχρους — περάτωση — αγγλική — αδιαμόρφωτος — γλυκοπυρώνω — ξεντύνομαι — κριάς — προαπόδειξη — πυρηνώδης — καθαίρω — δραγάτισσα — ξεθυμώνω — καζάνας — ηλεκτροθεραπεία — ραχάτ-λουκούμι — αρτηριοπάθεια — πέτρωμα — απιδίτης |
|||