|
ο лучник, стрелок из лука #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лучник? — δοξαράτος как на (ново)греческом будет слово стрелок из лука? — δοξαράτος как с (ново)греческого переводится слово δοξαράτος? — лучник, стрелок из лука — γιλέκο — κοκκινομάλλης — διατείνουσα — κλωθογύρισμα — διαρροή — βιαιότητα — διηγητής — ξακοσαριά — αφρίνα — κτηνιατρείο — εβραιόπουλο — λιβανιστήρι — γέμωσμα — κουντούρι — εξωραϊσμός — λαθρόχειρας — Ισλανδία — ξετσιπώνω — ναυτολογία — ατοποθέτητος — κακοστομάχιασμα |
|||