|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διχασμένος? — — αυτεπαγγέλτως — εξαεριστήρας — δωροδοκία — ανθρακοπώλης — συστέλλομαι — αμελκτήρας — ζυγόθυρο — πολυγαλακτία — κολλάω — προεκτείνω — εξερχόμενος — οφθαλμιώ — μηχανορραφία — πλατύγυρος — βαροθερμόμετρο — δεδικασμένο — πισώκωλα — κακομαθαίνω — ανθοστήλη — τετραπύρηνος — κώμη |
|||