μονότερμα

формы словаβ
μονότερμα



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово μονότερμα? —


νεοπλουτισμόςορυκτογεωλογίααγουστέλιοικονομολογικόςπαλιοπατσαβούραδισπέντσαγυφτοφάσουλααμέλημαδιφθεροποιόςακυρίευτοςεξαρτώμαιεσθήςηλικίαπασαμπάγκοςσυνοδεύομαιαχυρόσκεποςμυροποιείοζοχόςτσούνιαάδελφατοκρανέα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit