|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μονότερμα? — — νεοπλουτισμός — ορυκτογεωλογία — αγουστέλι — οικονομολογικός — παλιοπατσαβούρα — δισπέντσα — γυφτοφάσουλα — αμέλημα — διφθεροποιός — ακυρίευτος — εξαρτώμαι — εσθής — ηλικία — πασαμπάγκος — συνοδεύομαι — αχυρόσκεπος — μυροποιείο — ζοχός — τσούνια — άδελφατο — κρανέα |
|||