|
το заклёпка (металлическая) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заклёпка? — κοινωμάτιον как с (ново)греческого переводится слово κοινωμάτιον? — заклёпка — ρεγάλο — καπνίστρια — συνέχιση — επιθεωρησιογράφος — προσκεφάλαιον — καταπονιέμαι — ίλη — καθεδρικός — σύναπαντώ — σιωπώ — ρεμπέτα — αζούλητος — τρυγητής — ενοργάνωση — Πολωνέζος — σπαρτός — στροφορμή — γνωμιάζω — κουζουλός — πωλητής — γονηός |
|||