|
мочевой; относящийся к моче #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мочевой? — ουρητικός как на (ново)греческом будет слово относящийся к моче? — ουρητικός как с (ново)греческого переводится слово ουρητικός? — мочевой, относящийся к моче — χαρτώνω — κυρίως — εκλεξιμότητα — γαλαδερφός — γλυτρωτής — αποκριάτικος — θηριομαχία — γρατζουνίζω — σαρωτής — αποικιοκρατία — αφαιρετική — στρωματσάδα — προστασία — γενειοφορώ — αποφυάδα — αλιθόστρωτος — κατάσβεση — σιδηροπαγής — λαγκαδιά — εκπήδηση — εικονολογία |
|||