|
το сияние, ореол #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сияние? — αχτιδοστέφανο как на (ново)греческом будет слово ореол? — αχτιδοστέφανο как с (ново)греческого переводится слово αχτιδοστέφανο? — сияние, ореол — φετιχικός — επισταμένος — καθαιμάσσω — σκεπτικισμός — γυναικοφοβία — φλόγιστρο — ταυτοποίηση — δυσπαρατήρητος — μπουρινιάζω — κομπασο — κλωτσοπατώ — σκηνογραφικός — αριθμολόγηση — αγκαλίτσα — μαυροπούλι — πριμιτιβισμός — βολτάμετρο — σφάλμα — ξενοδοχειακός — μονόκαρπος — γόγγυλο |
|||