|
το судебный документ #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово судебный документ? — δικόγραφο как с (ново)греческого переводится слово δικόγραφο? — судебный документ — περδικλώνω — μαλαχτικό — εξωμερίτης — κατασχετήριον — αντεπισκέπτομαι — ψαράδικος — ξεπλάνεμα — αποϋφαίνω — λευκοσίδηρος — ροφώ — ξυρόν — ζουμπουλάκι — φάρσα — μάστιγα — λύνομαι — απορρίπτομαι — σοσιαλδημοκράτισσα — αλυσιδωτός — εμψυχωτικά — ζαχαροκάμωτος — γιατροκομω |
|||