|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δυσμηνόρροια? — — συγχρονικός — δικαιοδοσία — μάτ — στραταρχία — δροσιό — εφολκή — αναφέρσιμος — τεχνοκρατικός — φαιδρότητα — παπαρδέλας — πολιτική — αβροχιά — πλύση — κοντροπλακέ — αφήγημα — προτού — σαϊτοθήκη — καπιστρώνω — αφαλάτωση — χαρτοδέτης — αντιμηχονώμαι |
|||