|
το скороспелая пшеница (созревающая в два месяца) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скороспелая пшеница? — διμηνιό как с (ново)греческого переводится слово διμηνιό? — скороспелая пшеница — αναδουλιά — σεισμογράφημα — κρέμα — ζαχαροπλαστική — λεύκανση — λειώσιμο — μεταλλοξείδιο — αλουσία — συγχωρητέος — τσαχπίνα — μυρμηκίαση — πλαγιοτροχασμός — προχώρεμα — ξέω — γνώση — πυριφλεγής — σαπωνοποιείο — θαλασσοδαρμένος — γηροκόμια — σκαπουλάρω — συνισταμένη |
|||