περιβρέχω

формы словаβ
περιβρέχω
(αόρ. περιέβρεξα) омывать



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово омывать? — περιβρέχω
как с (ново)греческого переводится слово περιβρέχω? — омывать


ζύμητετραγωνικόςαστεροβριθήςαληθοφάνειαυλικόςχνούδιασμαστεγνωτήραςγωνιογνώμωναναθυμίασηαγριελαίαλεβητόλιθοςονειριάζομαιφρύανοεγκαιρόττιτανεραϊδοπαίρνωμονιμοποιώκοσκινισμένοςκογγρέσσοωραίονεκροφόραζωογονητικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit