|
(αόρ. περιέβρεξα) омывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово омывать? — περιβρέχω как с (ново)греческого переводится слово περιβρέχω? — омывать — ζύμη — τετραγωνικός — αστεροβριθής — αληθοφάνεια — υλικός — χνούδιασμα — στεγνωτήρας — γωνιογνώμων — αναθυμίαση — αγριελαία — λεβητόλιθος — ονειριάζομαι — φρύανο — εγκαιρόττιτα — νεραϊδοπαίρνω — μονιμοποιώ — κοσκινισμένος — κογγρέσσο — ωραίο — νεκροφόρα — ζωογονητικός |
|||