|
жениховский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жениховский? — γαμπριάτικος как с (ново)греческого переводится слово γαμπριάτικος? — жениховский — διαστροφέας — στρέξιμο — αποκλίνων — κοκετάρομαι — αφόρτιστος — μισοντυμένος — κατακρατώ — ξενοκαρπία — νιόβιο — ξιφιός — ασυντηρησία — αγριεύω — ίπταμαι — αποστρατεία — χαρακτικός — γαργαλίζω — απλανητικός — κορυδόψιχα — επινεφρίδιος — κυνοδρομία — ζάρι |
|||