|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λυκειόπαιδο? — — ερατεινός — οδοντολογία — κοτόρυξις (-εως) — περικόβω — εγωπαθής — τσάπουρνο — οδοδείκτης — κάνε — ευφορικός — ψυχρομετρικός — θροφή — ποινικότης — ατσίγαρος — αντισταθμίζω — κεροστίλβη — μαστορικός — κοντόμαλλο — επιλαχών — αποκριάτικος — χιλιόγραμμο — αμπατζήδικο |
|||