Новогреческий словарь
στενογράφος
στενογράφ|ος
ο, η
стенографист, стенографистка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стенографист
? —
στενογράφος
как на
(ново)греческом
будет слово
стенографистка
? —
στενογράφος
как с
(ново)греческого
переводится слово
στενογράφος
? — стенографист, стенографистка
#
(ново)греческий словарь
—
χιλιοειπωμένος
—
Οκτώβρης
—
τουλουμοτύρι
—
επούλωση
—
συνέλαβα
—
σταλάσσω
—
συνδιαλλασσόμενος
—
απρέπεια
—
αντιμετατάσσω
—
παπουτσής
—
σλιπ
—
πενταετής
—
αγιάζω
—
λιβαδότοπος
—
υδροσκόπος
—
κλέος
—
ανέφικτος
—
χρηματίζω
—
αμαζόνα
—
γρίβος
—
θαλασσομάνα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,