Новогреческий словарь
τροχιοδρομικός
τροχιοδρομικός
1.
трамвайный
;
2. (о)
трамвайщик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
трамвайный
? —
τροχιοδρομικός
как на
(ново)греческом
будет слово
трамвайщик
? —
τροχιοδρομικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
τροχιοδρομικός
? — трамвайный, трамвайщик
#
(ново)греческий словарь
—
κουτόκοσμος
—
ξεκουμπίζω
—
γλάκι
—
μυωξός
—
κεντημένος
—
κατειλημμένος
—
χωνοειδής
—
κατουρολάγηνο
—
χυμευτής
—
αντάμειψη
—
δικαιοκρισία
—
πρόχειρος
—
περεχύνω
—
ανέκτης
—
ακολάκευτος
—
εθνογράφος
—
ανάδεση
—
δικρανώδης
—
απόζερβος
—
ομορφάνθρωπος
—
σφετερισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,