|
приоткрывать, приотворять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово приоткрывать? — ημιανοίγω как на (ново)греческом будет слово приотворять? — ημιανοίγω как с (ново)греческого переводится слово ημιανοίγω? — приоткрывать, приотворять — προεκροή — βουρδουλίζω — διαγνωστικό — φίλαυτος — ενδοπνευμονικός — κωπηλάτημα — αέριο — ανθισμένος — Ιππώναξ — θρηνητικός — μαλέτσικο — αγγελοπρόσωπος — πεφυσιωμένος — τσέρι — μονομέρης — επιφατνίδιος — σπουδαγμένος — ομηρεία — καταβολισμός — γονόκοκκος — αντιληπτικός |
|||