|
приоткрывать, приотворять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово приоткрывать? — ημιανοίγω как на (ново)греческом будет слово приотворять? — ημιανοίγω как с (ново)греческого переводится слово ημιανοίγω? — приоткрывать, приотворять — σβηστός — πυελοσκόπηση — ισχυρώς — λιγύφθογγος — φαγί — άφτιαστος — ακριβοζυγιάζω — δαγκώνω — μεταγένεσις — τριχρωματισμός — περιθώριο — επισκιάζομαι — μαγνητόνιο — ανακοχλιώνω — καθαρτικό — πολιότης — βόρβορος — παραδειγματικά — διέδυσα — ψεκαστικός — μεγαλειότατος |
|||