|
το потолок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово потолок? — νταβάνι как с (ново)греческого переводится слово νταβάνι? — потолок — ξυλουργική — ετυμολόγος — αιματοχυσία — ερμητικός — αμυγμία — κοσμοπολίτικος — φάβα — κούτσαβος — φραντζέζικος — ιεράρχης — εμβολιαστικός — θεοκατάρατος — ψίτ — χλεμπόνα — ενσταυλίζω — διακόσιοι — αισθητοποιητικός — ξομπλιαστός — λαχανί — γαλακτοποιός — προτροπάδην |
|||