|
το муз. ля #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ля? — λά как с (ново)греческого переводится слово λά? — ля — χημειοτροπικός — κατίσχυση — αμάτιγος — ετερογένεια — αφορμώμαι — απόλαψη — αυξητικό — αφουγκράζομαι — καταλύσιμος — αεικίνητος — αμνησικακία — πολυθρύλητος — ηπατέλαιον — έκλαυσα — παράτα — εμμελώς — λαοπόθητος — γειτνιάζω — μήλη — γρηγορόσημο — αλματικός |
|||