|
η мостовой кран #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мостовой кран? — γερανογέφυρα как с (ново)греческого переводится слово γερανογέφυρα? — мостовой кран — χαμένος — εντεροχορδή — πειθαρχημένος — σκάτωμα — δεκάκις — επισκιάζω — άβραστος — μαχαιροφόρος — ερανίζομαι — αποφλοίωση — νοητικός — κοχλίωση — λευκάνσιμος — κεκαλυμμένα — κουτοφέρνω — πλεκτήριο — αναφτερούγιασμα — απόσπερος — αρχοντονιός — πορνογραφία — υπολειπόμενος |
|||