|
ударный, ударного действия (о снаряде) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ударный? — κρουσίφλογος как на (ново)греческом будет слово ударного действия? — κρουσίφλογος как с (ново)греческого переводится слово κρουσίφλογος? — ударный, ударного действия — συλλαβόγραμμα — κρησαρίστρα — ωμορφιά — μισακάρης — αμμωνιτοειδή — περικάμπτω — αγροικησιά — επωφελούμαι — εννιά — έβενος — στειροποίηση — εκλεκτικιστικός — εγγάστρωμα — ξεκαλούπωμα — τραυλός — δεξαμενή — καλαφατικόν — ξελιγουριάζομαι — αστραποόβλητος — ιχθυοπωροπώλης — επανάθεση |
|||