|
противогазовый; ~η προσωπίδα — противогаз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово противогазовый? — αντιασφυξιογόνος как с (ново)греческого переводится слово αντιασφυξιογόνος? — противогазовый — σιτάλευρο — ομοφυής — μαναβέλλα — φετιχιστής — αιμοπορφυρίνη — ακάιον — αβλεψία — κάν — ανεγνωριά — χρησμοδοτικός — φορτσαρισμένος — μικροκύματα — οριζόντια — δυσαρθρία — ανάερα — εγκαθήλωση — διαφημίζω — ψυχολογοκρατία — αποχαιρετισμός — οστικός — ζαχαροκάλαμο |
|||