Новогреческий словарь
εμμετρωπία
εμμετρωπία
η мед.
нормальное зрение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
нормальное зрение
? —
εμμετρωπία
как с
(ново)греческого
переводится слово
εμμετρωπία
? — нормальное зрение
#
(ново)греческий словарь
—
δημοσκόπηση
—
υπερέκθεση
—
δικαστής
—
άμποτε
—
ορθογραφώ
—
βιβλιοπαραγωγή
—
απεσταγμένος
—
απολείτουργα
—
τσοντάρισμα
—
τουρκοπούλι
—
πλουτοκρατικός
—
γουφάρι
—
αφιδρωτικός
—
ανέγνοιαστος
—
υπερτίμηση
—
ανακοχλασμός
—
εκτύφλωση
—
κατασκηνώτρια
—
ακατακράτητος
—
δρόλαπας
—
ροπαλοφόρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве