|
η 1) богиня; 2) красавица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово богиня? — θεά как на (ново)греческом будет слово красавица? — θεά как с (ново)греческого переводится слово θεά? — богиня, красавица — αναπληρώτρια — προτονίς — ροχατλήκι — γεφυροποιία — ξαρματώνω — θανασίμως — ψιλοδουλεμένος — προσήκον — αλαφράγκα — είλκυσα — ηφαιστειακός — κάτασπρος — στέναγμα — ασυντέλεστος — εξιδιασμένος — κυλινδρώνω — χυτός — καμινέας — κομίστρια — αγουροκόβω — αλβανόφωνος |
|||