|
(-ήρος) ο тормозное устройство, тормоз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тормозное устройство? — επιβραδυντήρας как на (ново)греческом будет слово тормоз? — επιβραδυντήρας как с (ново)греческого переводится слово επιβραδυντήρας? — тормозное устройство, тормоз — καταχαίρομαι — διαπλατύνω — διακονάω — σινάπισμός — ασύδοτος — οστεωδυνία — δυσαπόκτητος — νοτινός — τρωκτικός — αθυτος — φραγκοπαπαδιά — κουβαριάζομαι — σακχαρομύκης — υπερέχω — πυροσειρίδα — εξονυχίζω — φυτεία — ευδίαιοι — ενδοφλέβια — ολόγυμνος — βολτατζάρω |
|||