Новогреческий словарь
αποστοματικού
αποστοματικού
из уст.
лично; изустно
(книжн.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лично
? —
αποστοματικού
как на
(ново)греческом
будет слово
изустно
? —
αποστοματικού
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποστοματικού
? — лично, изустно
#
(ново)греческий словарь
—
λατινικός
—
εξέμπλιον
—
διαμετρικός
—
πινακοθήκη
—
εναερίως
—
συρμοτοποιός
—
μαντείο
—
ξέφρενος
—
κρανιολόγος
—
προϊδεάζω
—
επιβοήθημα
—
γεωλόγος
—
ζεμπερέκι
—
καθηγητικός
—
διακόνι
—
ορολόγος
—
ζυγόλουρο
—
ηλοθήκη
—
διπλότυπο
—
χωριατιά
—
ξελέπισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве