Новогреческий словарь
διπλοκάμπανο
διπλοκάμπανο
το :
τού ήρθανε διπλοκάμπανα — а) [phrase]на него свалилось большое несчастье;[/phrase] б) [phrase]ему двойное счастье привалило[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διπλοκάμπανο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
απορροφώ
—
συμπίλημα
—
μπανιστηρτζής
—
ινδιάνος
—
κεντρίζω
—
αρωματοπωλείο
—
περιφρονήτρια
—
αρκουδάκι
—
μετρογραφία
—
καινοθηρία
—
πρακτικογράφος
—
γριούλα
—
ξεροκαμπία
—
βακχίδα
—
αποκοπής
—
κοτίσιος
—
πείσμα
—
κοροϊδίστικος
—
παράλληλος
—
διαφεντεύτρα
—
χολαιμία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве