|
ο карт. валет; === παρουσιάζομαι σά ~ μπαστούνι — явиться нежданно-негаданно, свалиться как снег на голову; τί έχει νά κάνει (или τί σχέση έχει) ο ~ μέ τό ρετσινόλαδο — [phrase]похож как гвоздь на панихиду; ничего похожего[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово валет? — φάντης как с (ново)греческого переводится слово φάντης? — валет — μασχαλίζω — ξαμπελώνω — άκρο — ξημέρωμα — απών — περικαυλίς — καταφοβίζω — βαλελίκι — ηγουμενοσυμβούλιο — απάντικρυ — κουρούπι — διαγινώσκω — θωπευτικά — ασφαλιστήριος — αμπελοκτήμων — περιηγούμαι — άλτης — γιλέκι — αποσυνθετικός — τερέτισμα — αχυροσκεπή |
|||