Новогреческий словарь
επαυχένιος
επαυχένι|ος
носимый на шее
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
носимый на шее
? —
επαυχένιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
επαυχένιος
? — носимый на шее
#
(ново)греческий словарь
—
υπέσχον
—
τσέλιγκας
—
τενόρος
—
αροτρίωση
—
αναχρονίζω
—
οσπριοφαγία
—
περιθώριο
—
κόκκοτας
—
ενήψα
—
υψαύχην
—
χημιοφωταύγεια
—
εξηνταβελόνα
—
διοφθαλμικός
—
πακτώνω
—
χασικλήδικος
—
βλαισοποδία
—
δρυοκολάπτης
—
ορνιθοσκαλίσματα
—
ευκολόπορτος
—
ραδικοζούμι
—
νοεμβριανός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω