|
предоставлять, давать взамен #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово предоставлять? — αντιπαραχωρώ как на (ново)греческом будет слово давать взамен? — αντιπαραχωρώ как с (ново)греческого переводится слово αντιπαραχωρώ? — предоставлять, давать взамен — Κλαζομένιος — βασανιστήριο — σκολόπαξ — Αύγουστος — κατευοδώνω — Έλλην — κεραυνοβόλημα — αποσκιάζω — ομοιοκατάληκτος — προσκόλληση — διαταραχή — όποτε — ακτοπλοϊκός — αποπίσο — μουχλιάζω — ολόφωτος — μητρώο — πολλαπλάσιο — κατηχητικός — ενδιατριβή — αυλακωτήρας |
|||