|
, ~άρης ο пекарь, хлебопёк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пекарь? — φούρναρης как на (ново)греческом будет слово хлебопёк? — φούρναρης как с (ново)греческого переводится слово φούρναρης? — пекарь, хлебопёк — χαροποιώ — συγυρισμένος — μπαταξίδισσα — σφυρόν — μικρά — σποροδιαλογέας — νευρά — ελαιοκράμβη — θόλωση — δεκατετραετής — εξαετής — κωλάκι — διαλογή — δικαιολογημένα — χρηματαγορά — αναπόκριτος — ραδιοτεχνία — δυσκοινώνητος — τενόρος — αντιλάλημα — κουτσομπολίστικα |
|||