|
η утопистка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово утопистка? — ουτοπήστρια как с (ново)греческого переводится слово ουτοπήστρια? — утопистка — τσίκνωμα — τοπωνυμικός — μοιραίο — σαπωνοποιήσιμος — στόλαρχος — θειαφίζω — φωτορομάντζο — λιθογόνος — καλπουζάνος — αλαργινά — κέντρωμα — δικάζω — χρονομέτρηση — πορνοστάσιο — φακή — αγριάπιδο — πυροβόλος — μαστίγωση — στενογραφικός — βαγαποντιά — ντετερμινιστικός |
|||