|
το полог (над кроватью новобрачных) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полог? — περβέρι как с (ново)греческого переводится слово περβέρι? — полог — ακλόνητος — αψηφισιά — αμπελουργώ — εξακολουθητικός — ενδοσκοπώ — σχισμός — γυναικολόγος — νοθευτής — ιλαρός — περαίνω — σιτηρέσιο — εννεοσύλλαβος — μαντατοφόρος — γυαλώνω — μικροβιόμετρο — αμάλαγος — ζημιάρικος — οπλοβομβιδοβόλο — νοστιμούλικος — ελεφαντοστόλιστος — άκων |
|||