|
кожевенный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кожевенный? — δερματογόνος как с (ново)греческого переводится слово δερματογόνος? — кожевенный — πυελίτιδα — αμαθής — δαιμονόπαιδο — γκάστρι — ακρόβουνο — αρρενομανής — μονοθέσιος — αφιλόστοργος — ολάκριβος — φόρος — ετεροπλασία — αβάσκαντος — αποδοχέας — λήξαν — εάν — αλφαβήτιση — κλονισμός — επισκέπτομαι — αποσήπομαι — δήλος — πεσκαδούρος |
|||