Новогреческий словарь
υψιτενής
υψιτεν|ής
высокий
(о росте)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
высокий
? —
υψιτενής
как с
(ново)греческого
переводится слово
υψιτενής
? — высокий
#
(ново)греческий словарь
—
καταθλίβω
—
απανώβαλτος
—
υπονομεύω
—
ανάκρουσις
—
μιλένιουμ
—
σμίλη
—
συμβουλευτής
—
γρατσούνισμα
—
φωτεινότητα
—
μελιγγούνι
—
νεοδύμιον
—
βορικός
—
αείποτε
—
επικονιάζω
—
βραχοτόπι
—
γύφτικος
—
εκρέμασα
—
αχιόνιστος
—
νάξιος
—
νυχτομάτης
—
επιψηφίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве