Новогреческий словарь
καταιονητήρας
καταιονητήρας
ο
душевая установка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
душевая установка
? —
καταιονητήρας
как с
(ново)греческого
переводится слово
καταιονητήρας
? — душевая установка
#
(ново)греческий словарь
—
αυτοαπομόνωση
—
αλευροθήκη
—
γραφολογία
—
μάκτρο
—
παρεννοώ
—
γλωσσίτης
—
ξενικός
—
ημίφως
—
ψάθινος
—
διαστόμωση
—
δαιμονοπαθής
—
ταχυπλοώ
—
Περσία
—
υδατογράφος
—
εξαερωτής
—
βαλβολίνη
—
αδιαπότιστος
—
φωτερός
—
ρεζές
—
δεκαοχτάχρονος
—
μικροεπαγγελματίας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве