|
ο душевая установка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово душевая установка? — καταιονητήρας как с (ново)греческого переводится слово καταιονητήρας? — душевая установка — γεφυρόζευγμα — προΰπαρξη — αδίστακτος — ανεμολογώ — αβδηρντχσμός — γυμνασμένος — ιαγουάρος — απρομήθευτα — αναδέω — ελαφρόλογος — παραγραφή — απείραχτος — ανδρογυναίκα — ρωγαλιά — φλόγωση — πρύμνα — φραντζολίτσα — απλάνευτος — ξεστρατίζω — ορσοθύρα — στραπάτσο |
|||