|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τειχοδομία? — — περιουσιακός — κάμνω — φανφαρόνος — σφαχτό — φυσομάνημα — κάλπικα — αλληλοπρόγονοι — ελαιέμπορος — ντοματομπελτές — αεροσυνοδός — ήπαρ — μπουρνέλα — πολύαθλον — χάλια — βοβίζω — θαλάσσιος — διαπυητικός — διαστομωτήριον — ενυπόγραφος — ψαρόσουπα — εξεύρημα |
|||