|
перен. пускать ростки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пускать ростки? — αναβρύζω как с (ново)греческого переводится слово αναβρύζω? — пускать ростки — χαμοβούνι — παρτέρι — πλατυ- — θεόρεστος — ευφραδής — οικοσημολογία — αγαλιανός — αναδραστηριοποίηση — ημισκιά — εμμτινόρροια — λίψ — καταλαμβάνω — γεννοβολώ — χυλωμένος — θερσίτειος — δύσπνοια — βουρλισμένος — ακαβαλλίκευτος — μεσαιωνισμός — μαλαγάνα — καταφρονητικός |
|||