|
η обшивка (действие) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обшивка? — περιρραφή как с (ново)греческого переводится слово περιρραφή? — обшивка — σκιάχτρο — εσχατόγηρος — ελλειμματικός — διαπλατύνω — απαθής — εγγλέζα — χορωδιακός — άντληση — κουλούριασμα — σκοταδισμός — αργίλοπλαστική — καπνοκαλλιέργεια — ανθρωποκυνηγός — πιτυργιάζω — θορυβώδης — πικροκαρδίζω — επιβίβαση — μαραθωνομάχος — σιάσιμο — χαρτόλιθος — απομονωτικός |
|||