Новогреческий словарь
διαφωτιστής
διαφωτιστ|ής
ο 1)
просветитель
;
2)
агитатор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
просветитель
? —
διαφωτιστής
как на
(ново)греческом
будет слово
агитатор
? —
διαφωτιστής
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαφωτιστής
? — просветитель, агитатор
#
(ново)греческий словарь
—
σκελεθρωμένος
—
ξεθεωτικός
—
κατηφόρισμα
—
αγαλματένιος
—
εξότου
—
Φαίαξ
—
σιάζω
—
στεντορείως
—
ακρογιαλίτης
—
παρακατιανός
—
κστεύθυνση
—
δαφνηφόρος
—
καλαμαροχτάποδα
—
κοριός
—
ανερέθιστος
—
επιστεφάνωμα
—
ξανάσασμα
—
ομόγνωμος
—
κάνουλα
—
συγχωρητικός
—
γαϊδουριάρης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве