|
меловой; ~ή περίοδος — геол. меловой период #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово меловой? — κρητιδικός как с (ново)греческого переводится слово κρητιδικός? — меловой — φυλλομετρώ — υπέρτονος — λύσιμο — αιματωμένος — ξιδρώνω — χλώρωση — ανοιχτά — προτεσταντικός — ισόπλευρος — αχρωματικός — ανυψωτικός — ισοπεδωτικός — χουζούρεμα — ροσμαρίνι — βέβηλος — Υ — προσέδραμον — βωλοκοπιά — αξιοκρατία — θειαφής — μεταπίπτω |
|||