Новогреческий словарь
κρητιδικός
κρητιδικός
меловой
;
~ή περίοδος — геол. меловой период
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
меловой
? —
κρητιδικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
κρητιδικός
? — меловой
#
(ново)греческий словарь
—
αμφικολύπτω
—
αποχώνω
—
ημισκοτεινός
—
λουθηρανός
—
χηνοτροφείο
—
αφωσιωμένος
—
αντικειμενικότητα
—
βολιστήρας
—
νυσταγμένος
—
κοσπενταριά
—
σιλανσέρ
—
φαρμακαποθήκη
—
ολοκληρωτικότητα
—
καλόγουστα
—
παλιοτόμαρο
—
γλυκειά
—
πηγάζω
—
αγγελοκόβω
—
χρωματοπώλις
—
βιντεοσκόπηση
—
περίσωση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве