|
η филос. концептуализм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово концептуализм? — εννοιοκρατία как с (ново)греческого переводится слово εννοιοκρατία? — концептуализм — ολόχαρος — ανάρρηξη — περιφρονήτρια — δωδεκασύλλαβος — λιπόθυμος — ενυδρίς — φράγκικα — ξεφούντωτος — γαλάνι — νοσοκόμα — αδελφικότης — διακληρώνω — δίμηνος — χολκουργείο — ζίου-ζίτσου — χαμαιφυής — στερφοπροβατίνα — πατάω — διαστημάνθρωπος — αναδραστηριοποίηση — έμπεδος |
|||