|
το пчельник, пасека #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пчельник? — μελισσόκομείο как на (ново)греческом будет слово пасека? — μελισσόκομείο как с (ново)греческого переводится слово μελισσόκομείο? — пчельник, пасека — περιηγητισμός — εμπορευματογνωσία — κακίστρα — αλιευτικός — αποφύλλωση — τυρόπιτα — μαυρομάτικος — αποθέσιμο — ανοστεύω — αποκοιμιστικός — λογού — αποκρατικοποιούμαι — πομφολυγώδης — γνεφοκοπώ — δυσαναπλήρωτος — αναρχιστικός — ασυντρόφιαστος — ανολογία — λέβ — πολυκαιρινός — βασιλοκόλακας |
|||