|
η наволочка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наволочка? — μαξιλλαροθήκη как с (ново)греческого переводится слово μαξιλλαροθήκη? — наволочка — δήμεψη — τρεχάτα — εγχειριστικός — τομή — άδυτος — σαμόλαδο — ψηλοκρατιουμαι — σμικρoς — αμερικανοκρατούμαι — μεταλλουργικός — φυγομαχία — βάτευμα — γκαρίζω — πολύχορδος — λοκόπερδον — γαλακτόρροια — ελάσιμος — λούστρο — επιγραμματοποιός — ακατάπιοτος — πλινθοδομή |
|||