|
η 1) ладонь; 2) пядь (мера длины) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ладонь? — παλάμη как на (ново)греческом будет слово пядь? — παλάμη как с (ново)греческого переводится слово παλάμη? — ладонь, пядь — ελευθεροτυπία — μαντζέλλα — χουμώ — αναριεύω — αυτοαποκάλυψη — πετεινός — προφυλακτήρας — άπλαστος — διείσδυση — αναπόδειχτος — ακαθήλωτος — λεχρίτης — συλλογή — άργεμα — βελτιούμαι — φοβάμαι — κατατεμαχισμός — επιχωριάζω — αποκαρδιωτικός — ιχθυοπώλις — αριοδάφνη |
|||