|
το 1) смесь; 2) сплав #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смесь? — κράμα как на (ново)греческом будет слово сплав? — κράμα как с (ново)греческого переводится слово κράμα? — смесь, сплав — ιησουιτισμός — αφλεξία — νοσοκομειακός — μυτάρα — απλά — σπλαχνούμαι — περιστύλιο — ανευρίαστος — ξιφοθήκη — σουρίζω — καταθλιπτικός — εθιμοταξία — διθάλαμος — αλκαλιμετρία — φουλμινάτο — καπνότοπος — ασαχτος — ψευδός — ψευδαργυρικός — σπέκουλα — αποκρατώ |
|||