|
сматывать, наматывать (пряжу) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сматывать? — ροδανίζω как на (ново)греческом будет слово наматывать? — ροδανίζω как с (ново)греческого переводится слово ροδανίζω? — сматывать, наматывать — ψιλοκανωμένος — πλησιέστατος — αισθησιορχικός — περίπτυξις — απότριμμα — γυψοποιείο — ασυμβασία — κυματοβολή — πολυπειρία — εκφράττω — πλήμμυρα — εφικτός — παραφέρομαι — αζωτο — εχινώδης — ανατοποθετώ — εμείς — ορκοδοσία — νεαρός — εριουργία — τρεχαντήρι |
|||