βίαιος

формы словаβ
βίαιος
насильственный, принудительный


#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово βίαιος? —


ανακύπτωδιαχύσειςαμαξάςαποσύρομαιπικρόγλωσσοςδημοτελήςπολύπλευρονοσηρόςανοιγοκλείνωέτοςξεσπιτώνομαιφθορισμόςγλυκοκελαδίστραζαχαρολέμονοφουχτιάζωδιατετιμημένοςβλαχαδερόαναγνωριστικάντοπιολαλιάπλατόνισοδομισμός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit