|
насильственный, принудительный #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βίαιος? — — ανακύπτω — διαχύσεις — αμαξάς — αποσύρομαι — πικρόγλωσσος — δημοτελής — πολύπλευρο — νοσηρός — ανοιγοκλείνω — έτος — ξεσπιτώνομαι — φθορισμός — γλυκοκελαδίστρα — ζαχαρολέμονο — φουχτιάζω — διατετιμημένος — βλαχαδερό — αναγνωριστικά — ντοπιολαλιά — πλατόνι — σοδομισμός |
|||